προένταση

προένταση
η, Ν
τεχνολ. υποβολή στερεού σώματος σε τεχνητές καταπονήσεις με σκοπό την πρόκληση σε κάθε σημείο τού σώματος, υπό τη συνδυασμένη επίδραση αυτών τών καταπονήσεων και τών φορτίων λειτουργίας, εντατικής κατάστασης τέτοιας ώστε να μπορεί το συστατικό υλικό τού σώματος να τίς υφίσταται επ' αόριστον με ασφάλεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεντείνω — ΝΑ τεντώνω κάτι προηγουμένως νεοελλ. 1. τεχνολ. υποβάλλω ένα υλικό σε προένταση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προεντεταμένος, η, ο τεχνολ. αυτός που έχει υποστεί προένταση 3. φρ. «προεντεταμένο σκυρόδεμα» τεχνολ. σκυρόδεμα τού οποίου, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”