- προένταση
- η, Ντεχνολ. υποβολή στερεού σώματος σε τεχνητές καταπονήσεις με σκοπό την πρόκληση σε κάθε σημείο τού σώματος, υπό τη συνδυασμένη επίδραση αυτών τών καταπονήσεων και τών φορτίων λειτουργίας, εντατικής κατάστασης τέτοιας ώστε να μπορεί το συστατικό υλικό τού σώματος να τίς υφίσταται επ' αόριστον με ασφάλεια.
Dictionary of Greek. 2013.